Dictionary of Greek. 2013.
ζανταλώνω — [ζαντός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω στο ξύλο 2. παθ. ζανταλώνομαι καταλαμβάνομαι από ζάλη, ζαλίζομαι, με πιάνει σκοτοδίνη … Dictionary of Greek
Póntico — Ρωμαίικα, Ποντιακά Hablado en Grecia[1] … Wikipedia Español